- νεφελώδους
- νεφελώδηςcloudymasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κομήτης — Ιδιόμορφο αστρικό σώμα, νεφελώδους σύστασης και απροσδιόριστων διαστάσεων. Οι κ. εμφανίζονται στον ουρανό ως λαμπροί αστέρες, ακολουθούμενοι από μια πολύ μακριά φωτεινή προέκταση. Στους κ. διακρίνονται συνήθως τρία χαρακτηριστικά μέρη: ο πυρήνας … Dictionary of Greek
υπονεφέλη — ἡ, Α θόλωμα νεφελώδους χρώματος στα ούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νεφέλη «νέφος, σύννεφο, ίζημα μέσα στα ούρα»] … Dictionary of Greek